δυσέριστον

δυσέριστον
δυσέριστος
pertaining to unholy strife
masc/fem acc sg
δυσέριστος
pertaining to unholy strife
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσέριστος — δυσέριστος, ον (Α) αυτός που προέρχεται από ολέθρια φιλονικία («τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • προνέμω — Α [νέμω] 1. απονέμω, διανέμω κάτι σε κάποιον εκ τών προτέρων 2. μέσ. προνέμομαι α) εξακολουθώ να βόσκω β) προχωρώ, προοδεύω γ) (για πόλεμο) επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι («ἴδεθ ὅποι προνέμεται τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”